ζυγοστάτας

ζυγοστάτας
ζυγοστάτᾱς , ζυγοστάτης
public weigher
masc acc pl
ζυγοστάτᾱς , ζυγοστάτης
public weigher
masc nom sg (epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ζυγοστάτης — ο (AM ζυγοστάτης, Α δωρ. ζυγοστάτας) ο ζυγιστής, ο αρμόδιος για το ζύγισμα υπάλληλος αρχ. μτφ. (για τον Δία) κριτής, δικαστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγό(ν) + στατης (< ίστημι), πρβλ. επι στάτης, παρα στάτης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”